Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοινό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοινό [ciˈnɔ] SUBST ουδ

1. κοινό (λαός, κόσμος):

κοινό

2. κοινό (σε θέατρο κτλ):

κοινό
Publikum ουδ
Leserschaft θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский