Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοινοπραξία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοινοπραξία [cinɔpraˈksia] SUBST θηλ

1. κοινοπραξία (ένωση ανθρώπων):

κοινοπραξία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский