Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Εγγλέζος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Εγγλέζ|ος (-α) [ɛŋˈglɛz|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) οικ

Εγγλέζος (-α)
Engländer(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με Εγγλέζος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский