Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εβδομάδα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εβδομάδα [ɛvðɔˈmaða], βδομάδα [vðɔˈmaða] SUBST θηλ

εβδομάδα
Woche θηλ
την επόμενη/άλλη εβδομάδα
την περασμένη εβδομάδα
πριν από μία εβδομάδα
κάθε εβδομάδα
σε μια εβδομάδα
die Wochentage αρσ πλ
Wochenende ουδ
Wochenanfang αρσ
εργάσιμη εβδομάδα
Arbeitswoche θηλ
die Karwoche θηλ
εβδομάδα πέντε εργάσιμων ημερών ΟΙΚΟΝ

Παραδειγματικές φράσεις με εβδομάδα

κάθε εβδομάδα
εργάσιμη εβδομάδα
εβδομάδα θηλ πέντε εργάσιμων ημερών ΟΙΚΟΝ
πριν από μία εβδομάδα
εβδομάδα πέντε εργάσιμων ημερών ΟΙΚΟΝ
την επόμενη/άλλη εβδομάδα
την περασμένη εβδομάδα
σε μια εβδομάδα
die Karwoche θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский