Ελληνικά » Γερμανικά

δείκτης [ˈðiktis], δείχτης [ˈðixtis] SUBST αρσ

1. δείκτης (σε μηχάνημα, ρολογιού):

δείκτης
Zeiger αρσ
δείκτης λαδιού

3. δείκτης (οδικός):

οδικός δείκτης
οδικός δείκτης
Wegweiser αρσ

4. δείκτης (δάχτυλο):

δείκτης
Zeigefinger αρσ
δείκτης ΧΗΜ
δείκτης ΧΗΜ

Παραδειγματικές φράσεις με δείκτης

δείκτης αρσ νοημοσύνης
δείκτης αρσ πληθωρισμού
δείκτης αρσ διάθλασης
δείκτης αρσ οξειδοαναγωγής
δείκτης αρσ μετοχών
δείκτης αρσ διαμόρφωσης
δείκτης αρσ ριζικού
δείκτης αρσ κεφαλαιοποίησης
δείκτης θηλ πλαστικότητας ΓΕΩΛ
δείκτης αρσ φλεγμονής
δείκτης αρσ θνησιμότητας
δείκτης αρσ παραγωγικότητας ΟΙΚΟΝ
δείκτης λαδιού
δείκτης μετοχών
δείκτης πληθωρισμού
δείκτης ατυχημάτων
γενικός δείκτης ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский