Ελληνικά » Γερμανικά

δαμασκην|ός <-ή, -ό> [ðamasciˈnɔs] ΕΠΊΘ

δαμασκηνός
Damast αρσ

Δαμασκην|ός (-ή) [ðamasciˈn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Damaszener(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский