Γερμανικά » Ελληνικά

III . werden <wird, wurde, geworden> [ˈveːɐdən] VERB v aux

wurde [ˈvʊrdə]

wurde απλ παρελθ von werden

Βλέπε και: werden

Würde <-> [ˈvʏrdə] SUBST θηλ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский