Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „verkloppen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

verkloppen [fɛɐˈklɔpən] VERB μεταβ οικ

1. verkloppen (verprügeln):

verkloppen

2. verkloppen (verkaufen):

verkloppen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"verkloppen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский