Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „verblödet“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

verblöden [fɛɐˈbløːdən] VERB αμετάβ +sein

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Stellvertretend für alle absolutistischen Herrscher wird er hier als faul und verblödet dargestellt.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский