Γερμανικά » Ελληνικά

still|schweigen

stillschweigen irr VERB αμετάβ:

stillschweigen zu +δοτ

Stillschweigen <-s> SUBST ουδ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский