Γερμανικά » Ελληνικά

hoch <höher, höchste> [hoːx] ΕΠΊΘ

Hoch <-s, -s> SUBST ουδ

2. Hoch ΜΕΤΕΩΡ:

Hoch

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"hoch" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский