Γερμανικά » Ελληνικά

größer [ˈgrøːsɐ]

größer συγκρ von groß

größer

Βλέπε και: groß

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский