Γερμανικά » Ελληνικά

feig(e) [faɪk, ˈfaɪgə] ΕΠΊΘ

1. feig(e) (ohne Mut):

feig(e)

2. feig(e) (Mord, Anschlag):

feig(e)

Feige <-, -n> [ˈfaɪgə] SUBST θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με feiger

ein falscher/feiger Hund οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский