Γερμανικά » Ελληνικά

Täter(in) <-s, -> [ˈtɛːtɐ] SUBST αρσ(θηλ) ΝΟΜ

Täter(in)

Täter-Opfer-Ausgleich <-(e)s> SUBST αρσ ενικ ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Täter" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский