Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Schopfe“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Schopf <-(e)s, Schöpfe> [ʃɔpf, pl: ˈʃœpfə] SUBST αρσ

2. Schopf CH s. Schuppen

Βλέπε και: Schuppen

Schuppen <-s, -> [ˈʃʊpən] SUBST αρσ (Abstellschuppen)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Schopfe" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский