Γερμανικά » Ελληνικά

Rat <-(e)s, Räte> [raːt, pl: ˈrɛːtə] SUBST αρσ

3. Rat (Ratsmitglied):

Rat

ECOFIN-Rat <-(e)s> [ˈeːkofinraːt] SUBST αρσ ενικ ΟΙΚΟΝ

Rätin <-, -nen> SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Rat" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский