Γερμανικά » Ελληνικά

Grüne(r) <-n, -n> SUBST mf ΠΟΛΙΤ

grünen VERB αμετάβ τυπικ

Grün <-s, -(s)> SUBST ουδ

2. Grün (junge Triebe):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"grüne" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский