zasúžnji|ti <-m; zasužnjil> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ
zasužnjiti στιγμ od zasužnjevati:
zasužnjevá|ti <zasužnjújem; zasužnjevàl> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.