samoglásnišk|i <-a, -o> ΕΠΊΘ ΛΟΓΟΤ
samoglásnik <-a, -a, -i> ΟΥΣ αρσ ΓΛΩΣΣ
sámoplačník (sámoplačníca) <-a, -a, -i> ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- samoplačnik (sámoplačníca)
-
soglásnišk|i <-a, -o> ΕΠΊΘ ΓΛΩΣΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.