iracionál|en <-na, -no> ΕΠΊΘ
1. iracionalen (domišljijski):
- iracionalen
-
2. iracionalen (nedoumljiv):
- iracionalen
-
3. iracionalen ΜΑΘ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.