imobilizíra|ti <-m; imobiliziral> ΡΉΜΑ στιγμ, εξακολ μεταβ
1. imobilizirati ΙΑΤΡ:
- imobilizirati
-
- imobilizirati
-
2. imobilizirati gosp:
- imobilizirati
-
- imobilizirati
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.