eléktromehánik (eléktromeháničarka) <-a, -a, -i> ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΤΕΧΝΟΛ
- elektromehanik (eléktromeháničarka)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.