beatnišk|i <-a, -o> [bítniški] ΕΠΊΘ
beatniški → bitniški:
bítnišk|i <-a, -o> ΕΠΊΘ, beatniški
bítnišk|i <-a, -o> ΕΠΊΘ, beatniški
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.