Luksemburžánk|a <-e, -i, -e> ΟΥΣ θηλ
Luksemburžanka → Luksemburžan:
Luksemburžàn (Luksemburžánka) <Luksemburžána, Luksemburžána, Luksemburžáni> ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- Luksemburžan (Luksemburžánka)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.