genealogico <mpl -ci> ΕΠΊΘ, genealogica
- genealogico
- genealógico, -a
- albero genealogico
-
- albero genealogico
-
-
- albero m genealogico
- árbol genealógico fig
- albero m genealogico
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.