edilizia ΟΥΣ θηλ
- edilizia
-
- edilizia abitativa (o residenziale)
-
edilizio <mpl -i> ΕΠΊΘ, edilizia
- concessione edilizia
-
- edilizia abitativa
-
-
- edilizia f
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.