trotzkista <m.πλ trotzkisti, f.pl. trotzkiste> [trotsˈkista] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ θηλ
- trotzkista
-
-
- trotzkista
-
- trotzkista αρσ θηλ
-
- trotzkista
-
- trotzkista αρσ θηλ
-
- trotzkista αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.