spiritistico <πλ spiritistici, spiritistiche> [spiriˈtistiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
- spiritistico
-
-
- spiritistico
-
- spiritistico
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.