I. saprofita [saˈprɔfita] ΕΠΊΘ
saprofita → saprofito
II. saprofita [saˈprɔfita] ΟΥΣ θηλ
- saprofita
-
saprofito [saˈprɔfito] ΕΠΊΘ
-
- saprofita θηλ
-
- saprofito, saprofita, saprofitico
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.