sansimonista <m.πλ sansimonisti, f.pl. sansimoniste> [sansimoˈnista] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ θηλ
sansimonista → sansimoniano
I. sansimoniano [sansimoˈnjano] ΕΠΊΘ
II. sansimoniano (sansimoniana) [sansimoˈnjano] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- sansimoniano (sansimoniana)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.