portfolio <πλ portfolio> [portˈfɔljo] ΟΥΣ αρσ
1. portfolio:
- portfolio ΤΈΧΝΗ, ΦΩΤΟΓΡ
- portfolio
2. portfolio ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ (inserto):
- portfolio
-
- portfolio ΤΈΧΝΗ, ΦΩΤΟΓΡ
- portfolio αρσ (of di)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.