policistico <πλ policistici, policistiche> [poliˈtʃistiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ ΙΑΤΡ
- policistico
-
-
- policistico
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.