I. platirrino [platirˈrino] ΕΠΊΘ
- platirrino ΖΩΟΛ, ΑΝΘΡΩΠΟΛ
-
II. platirrino [platirˈrino] ΟΥΣ αρσ (scimmia)
- platirrino
-
-
- platirrino
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.