I. peripatetico <πλ peripatetici, peripatetiche> [peripaˈtɛtiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ ΦΙΛΟΣ
- peripatetico
-
- peripatetico
-
II. peripatetico (peripatetica) <πλ peripatetici, peripatetiche> [peripaˈtɛtiko, tʃi, ke] ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΦΙΛΟΣ
- peripatetico (peripatetica)
-
- peripatetico (peripatetica)
-
-
- peripatetico αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.