στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
patriarcato [patriarˈkato] ΟΥΣ αρσ
- patriarcato
-
- patriarcato ΘΡΗΣΚ
-
-
- patriarcato αρσ
-
- patriarcato αρσ
στο λεξικό PONS
patriarcato [pa·tri·ar·ˈka:·to] ΟΥΣ αρσ
1. patriarcato (in famiglia):
- patriarcato
-
2. patriarcato ΘΡΗΣΚ:
- patriarcato
-
-
- patriarcato αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.