στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
ossidrico <πλ ossidrici, ossidriche> [osˈsidriko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
ossidrico fiamma, cannello:
- ossidrico
-
-
- ossidrico
στο λεξικό PONS
ossidrico (-a) <-ci, -che> [os·ˈsi:·dri·ko] ΕΠΊΘ (fiamma)
- ossidrico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.