στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. onorevole [onoˈrevole] ΕΠΊΘ
1. onorevole (rispettabile):
- onorevole persona, compagnia, resa, condotta
- honourable βρετ
- onorevole professione, mestiere, marchio
- honourable βρετ
2. onorevole ΠΟΛΙΤ:
II. onorevole [onoˈrevole] ΟΥΣ αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.