omeopatista <m.πλ omeopatisti, f.pl. omeopatiste> [omeopaˈtista] ΟΥΣ αρσ θηλ
- omeopatista
-
-
- omeopatista αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- omega
- omelette
- omelia
- omelista
- omento
- omeopatista
- omeostasi
- omeostatico
- omeoteleuto
- omeotermo
- omerale