oggettivamente [oddʒettivaˈmente] ΕΠΊΡΡ
1. oggettivamente (di fatto):
- oggettivamente
-
- oggettivamente
-
2. oggettivamente (con imparzialità):
- oggettivamente
-
-
- oggettivamente
-
- oggettivamente
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.