mesolitico <πλ mesolitici, mesolitiche> [mezoˈlitiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ
- mesolitico
-
-
- mesolitico
-
- mesolitico αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.