I. merovingio <πλ merovingi, merovinge> [meroˈvindʒo, dʒi, dʒe] ΕΠΊΘ ΙΣΤΟΡΊΑ
- merovingio
-
II. merovingio <πλ merovingi, merovinge> [meroˈvindʒo, dʒi, dʒe] ΟΥΣ αρσ ΙΣΤΟΡΊΑ
- merovingio
-
-
- merovingio
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.