I. melanesiano [melaneˈzjano] ΕΠΊΘ
- melanesiano
-
II. melanesiano (melanesiana) [melaneˈzjano] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. melanesiano (persona):
- melanesiano (melanesiana)
-
2. melanesiano ΓΛΩΣΣ:
- melanesiano (melanesiana)
-
-
- melanesiano
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.