 
  
 mammalucco (mammalucca) <πλ mammalucchi> [mammaˈlukko, ki] (mammalucca) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. mammalucco ΙΣΤΟΡΊΑ:
-  mammalucco (mammalucca)
-  
2. mammalucco (sciocco):
-  mammalucco (mammalucca)
-  
 
  
 -  
-  mammalucco αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
