I. luetico <πλ luetici, luetiche> [luˈɛtiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
- luetico
-
- luetico
-
II. luetico (luetica) <πλ luetici, luetiche> [luˈɛtiko, tʃi, ke] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- luetico (luetica)
-
-
- luetico
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.