στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
liberatorio <πλ liberatori, liberatorie> [liberaˈtɔrjo, ri, rje] ΕΠΊΘ
1. liberatorio risata, pianto:
- liberatorio
-
2. liberatorio:
- liberatorio ΟΙΚΟΝ, ΝΟΜ pagamento
-
-
- liberatorio
στο λεξικό PONS
liberatorio (-a) <-i, -ie> [li·be·ra·ˈtɔ:·rio] ΕΠΊΘ
1. liberatorio (risata, urlo):
- liberatorio (-a)
-
2. liberatorio ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ (pagamento):
- liberatorio (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.