italiota <m.πλ italioti, f.pl. italiote> [itaˈljɔta] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ θηλ
- italiota
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.