I. ismaelita <m.πλ ismaeliti, f.pl. ismaelite> [izmaeˈlita] ΕΠΊΘ
- ismaelita
-
II. ismaelita <m.πλ ismaeliti, f.pl. ismaelite> [izmaeˈlita] ΟΥΣ αρσ θηλ
- ismaelita
-
-
- ismaelita αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.