I. irrancidito [irrantʃiˈdito] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
irrancidito → irrancidire
II. irrancidito [irrantʃiˈdito] ΕΠΊΘ
irrancidito burro:
- irrancidito
-
irrancidire [irrantʃiˈdire] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα essere
irrancidire olio, burro:
irrancidire [irrantʃiˈdire] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα essere
irrancidire olio, burro:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.