girgentino (-a) [dʒir·dʒen·ˈti:·no] ΕΠΊΘ
girgentino → agrigentino
I. agrigentino (-a) [a·gri·dʒen·ˈti:·no] ΕΠΊΘ
- agrigentino (-a)
-
II. agrigentino (-a) [a·gri·dʒen·ˈti:·no] ΟΥΣ αρσ (θηλ) (abitante)
- agrigentino (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.