στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
generativo [dʒeneraˈtivo] ΕΠΊΘ
1. generativo (atto a generare):
2. generativo ΓΛΩΣΣ:
- cellula generativa
-
- grammatica generativa
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.